υδροβολέας

υδροβολέας
ο, Ν
χημ. γυάλινη ή πλαστική συσκευή εκτόξευσης νερού, χρησιμοποιούμενη για την πλύση ιζημάτων, φίλτρων κ.ά. οργάνων («υδροβολέας απεσταγμένου ύδατος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + θ. βολ- τού βάλλω + κατάλ. -έας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”